- παρήορος
- και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, -ον, Α1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήοροςτο άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος3. (μτφ. α) απερίσκεπτος, ανόητοςβ) παράφρονας, τρελός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα ἀορ- τού θ. ἀερ- τού ἀείρω «σηκώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. επ-ήορος, κατ-ήορος)].
Dictionary of Greek. 2013.